βορειότατα

βορειότατα
βόρειος
from the quarter of the north wind
adverbial superl
βόρειος
from the quarter of the north wind
neut nom/voc/acc superl pl
βόρειος
from the quarter of the north wind
adverbial superl
βόρειος
from the quarter of the north wind
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βορειοτάτας — βορειοτάτᾱς , βόρειος from the quarter of the north wind fem acc superl pl βορειοτάτᾱς , βόρειος from the quarter of the north wind fem gen superl sg (doric aeolic) βορειοτάτᾱς , βόρειος from the quarter of the north wind fem acc superl pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβόρειος — α, ο 1. αυτός που είναι ή κατοικεί κοντά στο βόρειο πόλο, ο βορειότατος. 2. το αρσ. ως επίθ. του θεού Απόλλωνα, Υπερβόρειος. 3. ο πληθ. αρσ. ως ουσ., Yπερβόρειοι (μυθ.), λαός που κατοικούσε στα βορειότατα άκρα της γης, όπου ζούσε ο Απόλλωνας από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”